αποσκαφή

αποσκαφή
η
1. το έσχατο όριο ενός κομματιού της γης που σκάφτηκε
2. το αυλάκι που χωρίζει δύο γειτονικά χωράφια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”